Tuesday, February 20, 2007

Κεφάλαιο 3

Στα χοντρά σύρματα του φράχτη, μικρά σαλιγκάρια είχαν αρχίσει τη βιαστική τους βόλτα, ακροβατώντας στην κορυφή του, ακροβατώντας μεταξύ ελευθερίας και σκλαβιάς. Μεταξύ τρέλλας και λογικής. Μεταξύ ουρανού και γης.
Σαν κινηματογραφική σκηνή. Η κάμερα απο εκεί που είχε ζουμάρει στη βιαστική βόλτα των σαλιγκαριών, άνοιξε το πλάνο στους τοίχους. Ζούμαρε αργά σε αυτούς και στη συνέχεια στάθηκε στο παράθυρο του δευτέρου ορόφου. Μικρό, με το νερό να λιμνάζει νωχελικά στο περβάζι του, και με τα κάγκελα να σχηματίζουν κέντημα ατσάλινο, που μέσα απ'τη δαντέλα του του βλέμμα του Επιθεωρητή Omede μετρούσε σταγόνες και βάφτιζε σύννεφα.
Έβρεχε καταρρακτωδώς. Οι τοίχοι του ψυχιατρείου είχαν αρχίσει να αποκτούν ένα λεπτό πράσινο στρώμα μούχλας. Χρόνια τώρα κοπιούσαν για να συμβεί αυτό, και οι αδιάφοροι άνθρωποι τους είχαν βοηθήσει αρκετά!
Ο κήπος με τις δυο μικρές συστάδες δέντρων και τα απειράριθμα παγκάκια, ήταν καιρό τώρα απεριποίητος και αυτός. Κανείς δεν είχε ούτε το χρόνο, ούτε τη διάθεση να ασχοληθεί μαζί του. Και αυτός είχε κοπιάσει μέχρι να αποκτήσει τη μουντή μοναξιά του.

"Οι μέρες περνούν. Το συνηθίζουν άλλωστε. Χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Μαζεύονται στα μπαλκόνια του σύμπαντος και κουβεντιάζουν με τις ώρες. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όταν η παρέα μεγαλώνει, έρχονται οι μήνες. Υπερήφανοι νέοι, πορωμένοι με τις φάρσες. Πότε καλοστημένες-πότε κακόγουστες. Ούτως ή άλλως δεν τους πολυνοιάζει το ανα θα γελάσεις ή παρεξηγήσεις. Πάντως αν συμβεί το δεύτερο, έρχεται ο πατέρας τους ο Χρόνος. Εκείνος σε βάζει στη θέση του.
Δάσκαλος με μεταδοτικότητα. Δικαστής αμερόληπτος. Γιατρός με ειδικότητα νευροχειρουργού. Αυτός είναι. Κι άλλος σαν αυτόν δεν υπάρχει. Α! Είναι και μπακάλης καμμιά φορά! Με τάσεις τσιγκουνιάς αλλα και γενναιοδωρίας. Μπορεί να σε κλέψει στο ζύγι, μπορεί όμως και να σου δωρίσει καμμιά στρογγυλοποίηση προς τα πάνω, αρκεί να σε συμπαθήσει. Το έχει πάρει αυτό απο την αδερφή του την Τύχη."

Η αδελφή τον άκουγε εκστασιασμένη. Είχε αρχίσει να ταλαντεύεται, σαν τη ζυγαριά του μπακάλη Χρόνου. Απο τη μία πλάστιγγα η ιδιότητά της, που την έκανε να χαίρεται που είχε μειώσει κατα πολύ τη δοσολογία των ψυχοφαρμάκων. Απο την άλλη, η γυναίκα που ήξερε οτι πλέον είναι κάποια άλλη, ή τουλάχιστον η συνέχεια κάποιας άλλης. Δεν ήξερε αν αυτή η κατάσταση θα έπρεπε να τη λυπεί ή να τη χαροποιεί.
Αυτή η ζυγαριά εκτός απο 2 ιδιότητες, τηρούσε την ισορροπία σε 2 γυναίκες. Την Atamie και τη Fabijan. Πόσες απο της αποφάσεις της ζωής της ήταν πραγματικά δικές της, και όχι απομεινάρια των πόθων της Fabijan? Αυτή είχε ερωτευτεί τον Επιθεωρητή ή η νεκρή γυναίκα μέσα της? Αυτή ελλάτωνε τον ορό ή η Fabijan? Προσπαθούσε να καταλάβει. Έστω και μικρά κομματάκια απο όλοκληρο το παζλ, κομματάκια που της είχε πετάξει σαν ψίχουλα σε κοπρόσκυλο, ο Επιθεωρητής.
Της είχε αναφέρει πως η Fabijan είχε δολοφονηθεί το 1949, αλλά μόνο για τα μάτια του κόσμου, της αστυνομίας. Είχε δολοφονηθεί μόνο για το στόμα της σπηλιά και τα σχοινιά που την έσωσαν απο τα δόντια της.
Η Atamie είχε ξεκαθαρίσει μέσα της πως για να ξεκινήσει τη ζωή της Fabijan απο την αρχή, έπρεπε πρώτα να τελειώσει μιαν άλλη, τη δική της. Προς το παρόν όμως τηρούσε τη διαταγή του αγαπημένου της.
Διέθετε επιμονή. Έκανε υπομονή.


Τα πυρωμένα σημάδια στο σβέρκο του Επιθεωρητή ξεπρόβαλαν ανάγλυφα, σαν χθεσινά.
"Μένουν 364. Είναι πολλά για σένα. Καλύτερα να μην το κοιτάς. Η Atamie θα φύγει. Η Fabijan θα μείνει. Ψάξε. Ψάξε μέσα σου να τη βρείς. Όσο πιο γρήγορα το κάνεις, τόσο πιο λίγο θα πονέσεις, τόσο πιο γρήγορα θα περάσουν."

Το μόνο που άφησε την Atamie να σκεφτεί εκείνο το βροχερό πρωινό, ήταν πως ο Χρόνος την είχε κλέψει στο ζύγι.

-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-

Monday, January 22, 2007

Κεφάλαιο 2

Μια φορά το μήνα, η ομάδα γιατρών τον επισκεπτόταν στο κελί του, σε μια ακόμη προσπάθεια αρωγής πληροφοριών. Διακριτικά, και για 8 ώρες μόνο, αποσταθεροποιούσαν τη δοσολογία των ψυχοφαρμάκων, έτσι ώστε ο Επιθεωρητής να νοιώθει πιο κοντά στην πραγματικότητα. Τι ειρωνία! Την πραγματικότητα που ο ίδιος είχε επιλέξει για τον εαυτό του.
Πίσω, στο μέλλον, είχε εκμεταλλευτεί πλήρως τις γνώσεις κοινωνικής μηχανικής που κατείχε. Είχε το χάρισμα να κερδίζει την εμπιστοσύνη αγνώστων, να αποσπά πληροφορίες που δεν θα έπρεπε να γνωρίζει, να δημιουργεί "τρύπες" σε συστήματα ασφαλείας, να στρώνει αργά και μεθοδικά, σαν τον διαρρήκτη, την έξοδό του προς το παρελθόν.
Αρκετά με την ειρωνία όμως. Για την ώρα έπρεπε να απαντήσει στις ηλίθιες ερωτήσεις των τρελλογιατρών.

-"Επιθεωρητά, είστε ικανοποιημένος απο την μέχρι τώρα ζωή σας?" τον ρώτησε ο ειδικευόμενος γιατρός.
-"Τη μέχρι τώρα ζωή μου? Γιατρέ, στάσου μπροστά στον καθρέφτη και κάνε την ίδια ερώτηση στον εαυτό σου, γιατι μιά μέρα σίγουρα θα πεθάνεις, και λίγες στιγμές πριν η ανυπαρξία σε καταπιεί, θα έχεις την πεποίθηση οτι όλο αυτό το παραμύθι δεν είχε κανένα απολύτως νόημα.
-"Μέχρι τότε όμως Επιθεωρητά, εγώ είμαι απ'έξω, και σεις εδώ μέσα. Και τίποτα δεν πρόκειται να λλάξει αυτή την ισορροπία. Για να καλύψω το κενό που άθελά σας δημιουργήσατε, θα σας απαντήσω. Το ξέρω πως θα πεθάνω, απλά δεν ζω με το φόβο εκείνης της στιγμής. Δεν ψάχνω την Κόλαση πριν την ώρα μου."
-"Κόλαση? Πολλοί την ορίζουν ως την απουσία του Θεού. Ούτε καζάνια, ούτε βασανιστήρια. Αν πιστεύεις πως τα πάντα γύρω σου είναι δημιούργημά Του, φαντάσου να είσαι σε ένα μέρος δίχως αυτά. Τρομακτικό?"
-"Ομολογώ πως ναί."
-"Θα σε καθησυχάσω τότε. Κόλαση δεν είναι κάποιο είδος τιμωρίας Του. Αλλα το γινόμενο μιας εξίσωσης που η λύση της έρχεται με το θάνατό σου, και με μεταβλητές τόσες όσες και οι σκέψεις, πράξεις, αλληλεπιδράσεις σου. Μην είσαι ξεροκέφαλος. Εσύ τα προκαλείς όλα, όχι ο Θεός. Αυτός υπάρχει. Με ή χωρίς εσένα. Εσύ διαλέγεις αν θα εμφανιστεί στη ζωή σου. Αλλα αυτά που λέω αφορούν εσένα. Εγώ δεν τον έχω ανάγκη πια."
-"Γιατί?" ρώτησε ο γιατρός και ξεροκατάπιε.
Ο Επιθεωρητής έμοιαζε να κηρύττει υπέρ κάποιου δόγματος, αλλα κάθε άλλο παρα αυτό έκανε. Πολύ απλά αποσπούσε την προσοχή απο πάνω του. Τους έκανε να μελετήσουν τους εαυτούς τους και όχι εκείνον. Όπως όταν κάποιος παρουσιάζει ένα τρυκ με την τράπουλα, επικεντρώνει την προσοχή του "θύματος" στο αριστερό χέρι, ενώ το δεξί είναι εκείνο που κάνει το τρυκ.

Κι όμως, το "Γιατί" του ειδικευόμενου γιατρού επικέντρωσε πάλι την προσοχή πάνω στον Επθεωρητή. Μα, το περίμενε. Ήθελε κάποιος να δώσει την αφορμή για το τελειωτικό χτύπημα.

-"Θέλεις την αλήθεια? Μπορώ να σου την δείξω αλλα θα τρελλαθείς. Διότι δεν είσαι διατεθειμένος να αφήσεις αυτό που έχεις για κάτι που εγώ ο τρελλός είμαι πρόθυμος να σου προσφέρω.

Θέλεις την αλήθεια? Λύσε αυτό το ζουρλομανδύα και φέρε μου την ατζέντα μου. Θα σε μάθω να διαβάζεις "ανάμεσα στις γραμμές".
Θέλεις την αλήθεια? Ξέχνα όλα όσα έχεις διαβάσει στο ιστορικό μου γιατί είναι ψευδαισθήσεις με τη μορφή λέξεων.
Θέλεις την αλήθεια? Ή απλά ασχολείσαι με αυτήν επειδή δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις στη ζωή σου? Θέλεις να κάνω τη ζωή σου καλύτερη? Γίνεται. Φέρε μου την ατζέντα μου. Μήπως είμαι το μέσον για να καταξιωθεί η καριέρα σου? Λάθος. Δεν υπάρχει η καριέρα σου, ούτε κάν εσύ ο ίδιος. Θα υπήρχες αν με πίστευες. Αν δεχόσουν το γεγονός οτι τη στιγμή που σου μιλάω, σε αυτό εδώ το δωμάτιο δεν είμαστε 5 άτομα, αλλά 27.
Δεν θέλεις να δεις την αλήθεια. Μη με κάνεις λοιπόν να ξοδέψω όσα χρόνια έχουν απομείνει απο τη ζωή σου, προσπαθώντας να σε πείσω. Σου είπα, είμαι σαν το Θεό, σαν την αλήθεια. Υπάρχω. Με ή χωρίς εσένα. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να με αφήσεις να εμφανιστώ στη ζωή σου. Με έχεις ανάγκη. Εγώ, εσένα, όχι."


Το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι συνέχισε να γράφει, και απο το μικρό παραλήρημα του Επιθεωρητή σιγά-σιγά πέρασε στον κόσμο της σιωπής.
Ο ειδικευόμενος γατρός αν είχε σηκώσει το βλέμμα του όση ώρα μιλούσε ο Επιθεωρητής, θα τον είχε δει σε τακτά χρονικά διαστήματα να γνέφει σε απροσδιόριστα σημεία του χώρου, να προσπαθεί να αφουγκραστεί προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Αλλα ήταν αδύνατον. Το στόμα του Επιθεωρητή εκτός απο αίμα έσταζε και αλήθεια. Ωμή ευωδιάζουσα αλήθεια. Η κάθε της λέξη τρύπωνε σαν κέφτης απο τα αυτιά του και πολιορκούσε τον οργανισμό του. Όσα είχε ακούσει είχαν μια δύναμη διαφορετική απο τα λόγια των συναδέλφων του, απο εκείνα του εκφωνητή ειδήσεων στην τηλεόραση, αλλα σχεδόν όμοια με αυτά που άκουγε λίγο πριν αποκοιμηθεί, κάθε βράδυ.
"Κλικ." Το κασετοφωνάκι σταμάτησε την βόλτα του στον κόσμο της σιωπής, υπο τις διαταγές του δείκτη του γιατρού.


Η αδελφή ακολουθώντας τις εντολές του γιατρού, ξεκίνησε τη διαδικασία παρασκευής του κοκταίηλ ψυχοφαρμάκων. Αυτή τη φορά όμως δεν το έκανε με προθυμία, όπως τις προηγούμενες φορές. Δεν θα προσπαθούσε ποτέ ξανά να τον ειρωνευτεί, σε μια προσπάθεια να κλέψει λίγο απο την προσοχή και την αθανασία του. Τον είχε ερωτευτεί.

Η ομάδα των γιατρών αποχώρησε, και έμειναν οι δυό τους.
Αφού τον έβαλε να ξαπλώσειμ τη στιγμή που κάρφωνε τη βελόνα του ορού στο χέρι του, πλησίασε τα καλοβαμμένα χείλη της στο αυτί του και άρχισε να τα ανοιγοκλείνει, με κοφτές ανάσες, σημάδι της αναστάτωσής της.
-"Σε πιστεύω. Δεν ξέρω πως να το αποδείξω, αλλα σε πιστεύω. Θέλω να σε βοηθήσω αλλά δεν ξέρω πως..."

Εκείνη τη στιγμή δεν ακολουθούσε την εντολή του γιατρού που την είχε παροτρύνει στο να χρησιμοποιεί την σεξουαλικότητά της για τυχόν πληροφορίες που δεν είχαν "πέσει στο τραπέζι" υπο μορφή συνέντευξης. Ακολουθούσε τους χτύπους της καρδιάς της. Ταμπούρλα βαρβάρων. Δίνουν ρυθμό στους κωπηλάτες. Ρωμαική γαλέρα. Πλέω... Φτάνω όλο και πιο κοντά, κοντά σου...


-"Θα έρθει η στιγμή που εμείς οι δύο θα βρισκόμαστε οπουδήποτε στη Φύση, αγνά παιδιά της. Υπομονή Fabijan. Υπομονή..."

Το πραγματικό της όνομα ήχησε στα αυτιά της σαν την Άνοιξη. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Ένα φιλί και η δόση του ορού στο μισό, αρκούσαν.


-"Καληνύχτα.."

Monday, January 15, 2007

Κεφάλαιο 1

Παρ'όλο που ήταν δεμένος με ζουρλομανδύα, είχε τη θεία έμπνευση να δαγκώσει την άκρη της γλώσσας του, και με το αίμα που έρρεε άφθονο να γεμίσει πάτωμα και τοίχους με τη φράση:
"Θύτης ενός θύματος - Θύμα ενός θύτη".
Με την τρέλλα να χορεύει το καλύτερό της τανγκό, με παρτενέρ τον εγκέφαλό του, είχε σταματήσει να μετράει τις ημέρες, τους μήνες, τα χρόνια. Λες και μια γυναίκα τον είχε ερωτευτεί παράφορα, του είχε δωθεί δοθεί ολόκληρη για μιά και μόνο νύχτα και μετά τίποτα. Εξαφανισμένη. Χαμένη στο ίδιο κενό που σταματούσε το βλέμμα του, στους τοίχους του κελιού.
Οχρόνος μετρούσε πλέον για εκείνον με δευτερόλπετα. Έβλεπε το καθένα τους ξεχωριστά, ως ανθρωπόμορφα πλασματάκια που γκρεμίζονται απο την οπή μιας κλεψύδρας, τόσο μεγάλης όσο και το Σύμπαν. Στα μάτια του δεν υπήρχε η συνέχεια φωτός που δημιουργεί τα είδωλα. Μόνο θολά καρέ. Ένα-ένα. Και ανάμεσα στο κάθε καρέ, το κενό. Μαύρο. Τίποτα. Μόνο κάθε φορά και ένα πλασματάκι.

Το ιατρικό του ιστορικό εξετάστηκε ως πρωτοφανές στα χρονικά της ψυχιατρικής. Για 83 χρόνια, ομάδες ειδικών, στεκόταν με τις ώρες στο παραθυράκι του κελιού του, φροντίζοντας επιμελώς να ζηλέψουν το γεγονός πως ούτε μια ρυτίδα δεν είχε χαράξει το πρόσωπό του, ούτε μία άσπρη τρίχα δεν είχε λερώσει τα κατάμαυρα μαλλιά του.
Φροντίζοντας επιμελώς να λυπηθούν πως η τρέλλα που τον κρατούσε δέσμιο 83 χρόνια τώρα δεν του είχε επιτρέψει να χαρεί την αθανασία του.
Φροντίζοντας πάλι να φθονήσουν την ακόρεστη επιθυμία τους να βρίσκονται στη θέση του, χωρίς το φόβο του θανάτου, έστω και τρελλοί.
Η ατζέντα του, εκείνη η μαύρη δερμάτινη ατζέντα, είχε προσεκτικά τοποθετηθεί στο εργαστήριο που είχε σχεδιαστεί αποκλειστικά και μόνο για τη μελέτη της.

24 Φεβρουαρίου 1949.
Η ημερομηνία κλειδί. Η ημερομηνία που κάποιος (ή κάτι) επέλεξε να αφήσει στον τόπο ενός στυγερού εγκλήματος ώς μόνα αποδεικτικά στοιχεία μια μαύρη ατζέντα να λάμπει με έντονο μπλε ιριδίζον φως πάνω της, και τον κάτοχό της σε κατάσταση απόλυτης παράνοιας, να μιλάει ακτάπαυστα για ένα τρέστιο κύμα, για πουλιά, χτένια και άντρες Μοικάνους, φίδια, και για ένα μεγάλο δέντρο απο το οποίο πηγάζουν όλα. Τα πάντα.
Παντελής η έλλειψη λογικής και στις ημερομηνίες μετά απο την 24η Φεβρουαρίου. Ο κάτοχός της είχε με βία σκίσει το πάνω μέρος κάθε σελίδας της ατζέντας, οπου είναι γραμμένες οι ημερομηνίες. Σημάδι πως είτε δεν είχε ζήσει εκείνες τις ημέρες, είτε δεν ήθελε να τις θυμάται, ή πως ο χρόνος για εκείνον δεν είχε απολύτως καμμία σημασία.
Το γεγονός οτι ένας άντρας, εμφανισιακά και οργανικά 38 ετών, μετρούσε 121 χρόνια ζωής, δεν άφηνε οποιοδήποτε περιθώριο σε κανέναν, πως ίσχυε το τρίτο ενδεχόμενο.


Η αδελφή πλησίασε προσεκτικά τον δεμένο άντρα με το ζουρλομανδύα και το φίμωτρο γεμάτο ματωμένες γάζες στο στόμα.
"Επιθεωρητά Omede", του ψιθύρισε γλυκά στο αυτί "μακάρι να μπορούσατε να φάτε κανονικά όπως όλοι... το φιλέτο σήμερα είναι απλά υπέροχο!"
Και με μια νωχελική κίνηση πίεσε την τεράστια σύριγγα, γεμάτη με πολτοποιημένη τροφή, αφου πρώτα την είχε συνδέσει στο σωληνάκι που του είχαν περάσει απο την τραχεία στο στομάχι.
Ταυτόχρονα, το κοκτέηλ ψυχοφαρμάκων, ποσότητα σε miligram όσα και τα χρόνια εκλεισμού του, δεν έπαψε ούτε στιγμή να στάζει σε μορφή ορού, σαν τα δευτερόλεπτα, εκείνα τα ανθρωπόμορφα πλασματάκια, με προορισμό αποκλειστικό τις φλέβες του.
Αφού τελείωσε το έργο της η αδελφή, του χάρισε γενναιόδωρα απο ένα φιλί σε κάθε μάγουλο, και φεύγοντας, αναστέναξε:

"Αχ... Ignorance is bliss..."

-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-

Πρόλογος

Η ώρα ήταν σχεδόν μια τα ξημερώματα όταν το τηλέφωνμό του χτύπησε. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τα ρούχα του και να κάνει ένα ζεστό μπάνιο, όπως ώρα τώρα σχεδίαζε, στην καθιερωμένη δεξίωση του Διπλωματικού Σώματος.

-"Παρακαλώ."
-"Επιθεωρητής Omede εκεί?"
-"Ο ίδιος, ποιός είναι?"
-"Συνέβη κάτι τραγικό. Η σύζυγος του Αρχηγού του Σώματος δολοφονήθηκε. Αγνοούνται και τα δύο του παιδιά. Πιστεύουμε πως πρόκειται για απαγωγή."
-"Και τι χρειάζεστε απο μένα τέτοια ώρα? Μόλις ετοιμαζόμουν να..."
-"Η λιμουζίνα που χρησιμοποιεί ο Αρχηγός για τις μετακινήσεις του θα βρίσκεται σε τρία λεπτά έξω απο το σπίτι σας. Φορέστε κάτι πρόχειρο, ο τόπος του εγκλήματος βρίσκεται έξω απο την πόλη."
Δεν είχε πολλές επιλογές
-"Καλώς."
Ουσιαστικά δεν είχε καμμία
-"Δώστε μου πέντε λεπτά."
Μέχρι να συνδέσει στο μυαλό του τα αρχικά ερεθίσματα με κίνητρα και ύποπτους, ζαλισμένος απο τα ποτά και την εύθυμη ατμόσφαιρα της δεξίωσης, η κόρνα ενός οχήματος ακούστηκε μέσα στη νύχτα.
Δεκαπέντε λεπτά οδήγησης απο το σπίτι του στην επαρχία Bat Der ήταν αρκετά στον ολιγομίλητο συνοδό του για να του περιγράψει το χρονικό της ιστορίας, θα άλλαζε για πάντα τη ζωή του Επιθερωρητή Omede. Η δερμάτινή του ατζέντα ήταν σημαδεμένη στην ημερομηνία "24 Φεβρουαρίου 1949".
Η λιμουζίνα φρέναρε μαλακά, πάνω στο χώμα της Bat Der. Αν δεν έβρεχε καταρρακτωδώς, θα νόμιζε πως ήταν πάνω σε ένα σύννεφο ή κάποιο μαγικό χαλί.
Προχώρησαν δυό χιλιόμετρα δυτικά , μέσα απο τους ελαιώνες, ώσπου άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα φώτα της Σήμανσης.
Σταμάτησαν μπροστά απο την είσοδό της, σα να μην είχαν δει ποτέ κάτι τέτοιο ξανά.


Μια σπηλιά στεκόταν μπροστά τους, σα γυναίκα που με το στόμα ανοιχτό ουρλιάζει στους πόνους της γέννας.
Μόνο που το στόμα αυτό ήταν φιμωμένο. Με σχοινιά. Σχοινιά τοποθετημένα σε σχηματισμό πεντάλφας. Στις πέντε κορυφές της, τυλιγμένα επιμελώς το καθένα με σημαίες καιρών άλλων, ήταν τοποθετημένα το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια της γυναίκας του Αρχηγού.
Της Fabijan.
Το αίμα πότιζε ακόμη γλυκά την είσοδο της σπηλιάς και τα φλας απο τις φωτογραφικές μηχανές των ανθρώπων της Σήμανσης έδιναν έναν τόνο γιορτινό στον τόποτ του εγκλήματος. Έμοιαζε σχεδόν με τη δεξίωση που προηγήθηκε. Απλά αυτή ήταν με μικρότερο αριθμό καλεσμένων-ακάλεστων. Τιμώμενο πρόσωπο δεν ήταν η Fabijan, αλλα ο Θάνατος.

-"Αρκετά θαυμάσαμε", ψιθύρισε ο Επιθεωρητής Omede στον ολιγομίλητο συνοδό του, και κινήθηκε προς την είσοδο της σπηλιάς...

-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-